- παρήκω
- Α1. εκτείνομαι κατά μήκος, βρίσκομαι παραπλεύρως κάποιου («παρήκουσι παρὰ πᾱσαν τὴν θάλασσαν», Ηρόδ.)2. παρουσιάζομαι, εξέρχομαι3. (για μακρά ποιήματα) φθάνω σε μήκος4. (για τον χρόνο) έχω παρέλθει, έχω περάσει («ὁ παρήκων χρόνος» — ο χρόνος που έχει ήδη περάσει, το παρελθόν, σε αντιδιαστολή προς το μέλλον, Αριστοτ.)5. (για πυρετό) εμφανίζομαι περιοδικά, διαλείπω6. μτφ. φθάνω σε ένα τέλος, τελειώνω («παρήκοντος ἤδη τοῡ πολέμου», Παρθ.)7. φρ. «ὁ παρήκων χρόνος» ἡ «τὸ παρῆκον τοῡ χρόνου» — ο χρόνος που ήδη διέρχεται ή ο χρόνος που μόλις έχει περάσει σε σχέση με αυτόν που πρόκειται να ακολουθήσει, δηλ. με το παρόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἥκω (ενεστ. με σημ. παρακμ. «έχω έρθει»)].
Dictionary of Greek. 2013.